Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αρχαία Ελλάδα


 

ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ  ΠΟΛΙΤΕΙΑ 

 

Ι. Τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν αποτελέσει αντικείμενο έντονων δικαιο-πολιτικών αντιπαραθέσεων με πιο πρόσφατη περίπτωση την κωδικοποίησή τους στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης του 2004. Στις συζητήσεις αυτές κυριαρχούν οι ειδικοί του δημοσίου και συνταγματικού δικαίου, οι μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας και πολύ πιο σπάνια οι ιστορικοί του δικαίου. Ο γενικότερος δισταγμός των ιστορικών του δικαίου γίνεται εμφανέστερος από το γεγονός ότι η έρευνα για την καταγωγή των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην αρχαιότητα αποτέλεσε το αντικείμενο μόνο της πανηγυρικής 50ής συνόδου της Société Internationale Fernandde Visscher pour l’ Histoire des Droits de l’ Antiquité, η οποία πραγματοποιήθηκε το1996 στις Βρυξέλλες.

Η σύγχρονη συζήτηση σχετικά με την «καταγωγή» των ανθρώπινων δικαιωμάτων κλίνει μάλλον προς την αναγωγή τους στον «εύφορο» δέκατο όγδοο αιώνα και ειδικότερα στα θεμελιώδη νομικο-πολιτικά κείμενα των Η.Π.Α. και της Γαλλίας.

            Όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με τη μελέτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε προ- νεωτερικές κοινωνίες μπορούν να εντοπίσουν προδρομικές μορφές, επιμέρους εκδηλώσεις αλλά όχι την κωδικοποιημένη έκφραση που πήραν τα δικαιώματα αυτά από το δέκατο όγδοο αιώνα κι έπειτα. Τα αίτια της εξέλιξης αυτής δεν αποτελούν την κεντρική προβληματική του παρόντος άρθρου, παρόλα αυτά θα πρέπει να επισημάνω ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι συνδεδεμένα με την αντίληψη του ανθρωπίνου υποκειμένου ως αυταξίας, δικαιουμένου την προστασία κάποιων δικαιωμάτων του, τα οποία θεωρούνται θεμελιώδη και αποκρυσταλλώνονται στη θεωρία ως φυσικά, αναπολλοτρίωτα και απαράγραπτα. Αυτή δε η νοηματοδότηση προϋποθέτει την εξάπλωση σε σημαντικό βαθμό της έννοιας «άτομο», το οποίο απελευθερωμένο από διαφόρων ειδών καταναγκασμούς, μπορεί να αυτενεργήσει με σκοπό την εκπλήρωση των επιθυμιών, των ιδεών και των κλίσεών του.

Οι όροι «ατομικά» και «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι ιστορικά και πολιτικά φορτισμένοι. Στην πρώτη περίπτωση περιγράφονται τα δικαιώματα του πολίτη στο νεωτερικό κράτος-έθνος, τα οποία είναι κυρίως τα δικαιώματα των μελών της αστικής τάξης. Στα μετα-νεωτερικά κράτη, η ανεπάρκεια της έννοιας των «ατομικών δικαιωμάτων» αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο και η κοινωνικό-πολιτική σκέψη οδηγήθηκε στην επινόηση της έννοιας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όταν ασχολείται κανείς με προ-νεωτερικές κοινωνίες, είναι προτιμότερο ν’ απομακρύνεται από τους ιστορικά βεβαρυμένους όρους και να χρησιμοποιεί τον όρο «θεμελιώδη δικαιώματα», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι ο όρος δε συναντάται στην ελληνική αρχαιότητα.

Παρόμοιες αντιλήψεις είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν στην αρχαία Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα, πόλη –αρχέτυπο, για την οποία διαθέτουμε τα περισσότερα στοιχεία. Η αρχαία Αθήνα αποτελούσε μια κοινωνία θεσμοποιημένων και οριοθετημένων πεδίων δράσης για κάθε κατηγορία υποκειμένου δικαίου (πολίτης, γυναίκα, ξένος, μέτοικος, απελεύθερος, δούλος). Οι όποιες υπερβάσεις των ορίων αυτών αποτελούν εξαιρέσεις, οι οποίες υπογραμμίζουν τον αδιαπερατό χαρακτήρα των ορίων. Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο είναι προφανές ότι όποιος λόγος για θεμελιώδη δικαιώματα γίνεται, αποτελεί αναχρονισμό. Επομένως, σε τι θα εξυπηρετούσε η αναζήτηση τέτοιων δικαιωμάτων σε προ-νεωτερικές και ιδιαίτερα στις αρχαίεςκοινωνίες; Τι θα συνεισέφερε μια «αρχαιολογία» των θεμελιωδών δικαιωμάτων; Εκτός από το προφανές ιστορικό ενδιαφέρον, η έρευνα μπορεί να αναδείξει την ιστορική διάσταση των δικαιωμάτων – σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση του Δ. Θ. Τσάτσου η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα αποτέλεσε περίοδο κύησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων - αλλά και τη διαφοροποίηση των ερμηνειών σχετικά με το περιεχόμενο και τη συνάρθρωση τους στο εσωτερικό της κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο J. Mélèze-Modrzejewski σε μια ιδιαίτερα σημαντική μελέτη για τα δικαιώματα του ατόμου και την πτολεμαϊκή δικαιοσύνη, συμπεραίνει ότι η διασφάλιση κάποιων θεμελιωδών δικαιωμάτων από τη μοναρχική εξουσία στην Αίγυπτο των Λαγιδών δε στηριζόταν σε θεωρητικές κατασκευές και εξαγγελίες, αλλά στην οργάνωση και αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.

 

ΙΙ. Στα σύγχρονα κράτη τα θεμελιώδη δικαιώματα θεσπίζονται, συνήθως, στον καταστατικό τους χάρτη. Ακολουθώντας την παράδοση αυτή, το ελληνικό Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 5 παρ. 1 καθιερώνει το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου ως εξής «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

Στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης του 2004 τα θεμελιώδη δικαιώματα εξειδικεύονταν στα άρθρα ΙΙ 61-110, όπου διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια του ατόμου [το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στη ζωή, ακεραιότητα, η απαγόρευση δουλείας], οι ελευθερίες του ατόμου [δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, ο σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η ελευθερία σκέψης, συνείδησης, θρησκείας, έκφρασης και πληροφόρησης, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην εργασία, η επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και ασύλου], η ισότητα [η ισονομία, η απαγόρευση διακρίσεων, η ισότητα ανδρών – γυναικών, τα δικαιώματα των ηλικιωμένων, η ένταξη ατόμων με αναπηρίες], η αλληλεγγύη [προστασία της υγείας, η προστασία του περιβάλλοντος, η προστασία του καταναλωτή], τα δικαιώματα των πολιτών [το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το δικαίωμα αναφοράς, η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής], και η δικαιοσύνη [το δικαίωμα προσφυγής και αμερόληπτης δικαστικής κρίσης, το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα υπεράσπισης, η αρχή της νομιμότητας και αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών, το δικαίωμα να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για το ίδιο έγκλημα].

Επομένως, στις νεωτερικές κοινωνίες τα θεμελιώδη δικαιώματα εγγράφονται στα διεθνή και εσωτερικά θεμελιώδη κείμενα κάθε δικαιοταξίας και ενσωματώνονται σε διατάξεις, οι οποίες θεωρούνται από τους δικαιοδοτικούς μηχανισμούς – τόσο τους νομοπαραγωγικούς όσο και τα όργανα εφαρμογής του δικαίου- ότι εμπεριέχουν βασικούς κανόνες για την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας. Τι συμβαίνει όμως στις προ-νεωτερικές πολιτείες, εκεί απ’ όπου απουσιάζουν παρόμοια νομικά κείμενα; Με άλλα λόγια, πού μπορεί να αναζητήσει κανείς παρόμοιες δικαιϊκές αρχές και πώς θα είναι αυτές διατυπωμένες; Η έλλειψη θεμελιωδών κειμένων του τύπου «σύνταγμα» ή «καταστατικός χάρτης», δε σημαίνει και την απουσία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών της κάθε πολιτείας. Δικαιώματα και υποχρεώσεις θεμελιακού χαρακτήρα, ενδεχομένως, να είναι διάχυτα σε νομικά ή μη κείμενα και να θεωρούνται γνωστά από το σύνολο των μελών. Στην αρχαία Αθήνα της κλασικής περιόδου, δικαιώματα και υποχρεώσεις είναι διάσπαρτα σε νόμους, ψηφίσματα ή όρκους, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί, άμεσα ‘η έμμεσα. Τέτοιου είδους «θεμελιακή ρύθμιση» ενυπάρχει π.χ.στον όρκο των «ηλιαστών» όπου η αναφορά στην αποφυγή αναδασμού συνιστά, με σύγχρονους όρους, ένα «αρνητικό δικαίωμα». Με αυτό το σκεπτικό θα μπορούσαμε, ίσως, να ανατρέξουμε στο πλέγμα των αρμοδιοτήτων των διαφόρων αρχόντων και στην προστασία που παρέχεται μέσω αυτών. Όταν κάποιοι αξιωματούχοι (οριζόμενοι είτε με κλήρωση είτε με εκλογή) είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα που αφορούν την εξασφάλιση και διατήρηση κάποιων υλικών όρων, απαραίτητων για την απρόσκοπτη δραστηριοποίηση των πολιτών και ξένων, τότε αυτό συνεπάγεται ότι -έστω και σιωπηρά- η έννομη τάξη αναγνωρίζει στα άτομα κάποια δικαιώματα, την ικανοποίηση ή διασφάλιση των οποίων εμπιστεύεται στους εκλεγμένους άρχοντες. Έτσι, π. χ. οι αγορανόμοι ήταν υποχρεωμένοι να επιβλέπουν την αγνότητα των πωλουμένων προϊόντων και οι μετρονόμοι την ακεραιότητα των μέτρων και σταθμών με στόχο την διασφάλιση των συναλλασσομένων από νοθεία και απάτες. Ταυτόχρονα, όμως, μήπως η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από την πλευρά της πόλης, δεν συνεπάγεται την, έστω έμμεση ή και σιωπηρή, αναγνώριση ενός δικαιώματος των συναλλασσομένων να προστατεύονται από δολίους εμπόρους; Δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι παρόμοιες διατάξεις παράγουν αγώγιμα δικαιώματα, αλλά αυτός που έχει υποστεί βλάβη θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του αξιωματούχου.

 

ΙΙΙ. Φυσικά, υποστηρίχθηκε ότι στην κλασική Αθήνα υπήρχαν θεμελιώδη δικαιώματα και μάλιστα ότι η κλασική Αθήνα είναι η κοιτίδα τους. Η προσέγγιση του ζητήματος από πολλούς Έλληνες ιστορικούς και νομικούς πάσχει καταρχήν από έναν αθεράπευτο αθηνοκεντρισμό. Σύμφωνα με αυτήν την αξιωματικού χαρακτήρα αντίληψη, ο,τιδήποτε ίσχυε στην αρχαία Αθήνα θα πρέπει να ίσχυε a fortiori και στις υπόλοιπες πόλεις-κράτη. Έτσι, όμως, παραβλέπεται η πολιτειακή δομή της κλασικής Αθήνας, οι θεμελιώδεις, για μια αρχαία πόλη-κράτος, διακρίσεις πολίτης-ξένος, ελεύθερος-δούλος, άνδρας-γυναίκα καθώς και οι έννομες συνέπειες τους, με αποτέλεσμα οι αρχαιοελληνικές κοινωνίες να θεωρούνται ομογενοποιημένα πολιτικά σύνολα, δίχως εσωτερικές διαφοροποιήσεις, εντάσεις, ανταγωνισμούς και κρίσεις. Έτσι, μπορεί κάποιος να υποστηρίζει με αξιώσεις ότι «η Αθηναϊκή Δημοκρατία εμφανίζεται ως ένα αυθεντικό Κράτος Δικαίου, ακριβώς όπως και στη γαλλική Διακήρυξη του ‘89», χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι οι πολιτικοί θεσμοί και οι θεσμικές εγγυήσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας της κλασικής περιόδου αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τους ενήλικες άνδρες πολίτες των Αθηνών και όχι το σύνολο του πληθυσμού που ζούσε στην αρχαία Αθήνα.

Περισσότερο γόνιμη αποδεικνύεται η προσέγγιση του J. Ober, ο οποίος ξεκινώντας από το ερώτημα εάν η πολιτική δημοκρατία μπορεί να προωθήσει την εμφάνιση και ανάπτυξη θεμελιωδών ελευθεριών, καταλήγει να επιχειρηματολογήσει, πειστικά κατά τη γνώμη μου, ότι σε ορισμένες ιστορικές περιστάσεις είναι δυνατόν η πολιτική δημοκρατία να οδηγήσει στη διάχυση δικαιωμάτων που προσιδιάζουν στα θεμελιώδη. Ειδικότερα, ο Ober καταδεικνύει ότι η πολιτική δημοκρατία, η δημοκρατική ιδεολογία και πρακτική της κλασικής Αθήνας βοήθησαν στην εξάπλωση κάποιων «αρνητικών» δικαιωμάτων και σε κατηγορίες ατόμων που παρέμεναν αποκλεισμένα από το προσκήνιο της πόλης, δηλαδή στις γυναίκες, στους ανήλικους και στους δούλους.

Στο άλλο άκρο ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα εκφράστηκε η θέση ότι στην κλασική Αθήνα δεν υπήρχαν θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων, επειδή οι πολίτες συμμετείχαν άμεσα στις πολιτικές και πολιτειακές διεργασίες. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην έλλειψη διακριτής δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας στη ζωή των Αθηναίων. Η θέση αυτή βάλλεται από τον M.H. Hansen, ο οποίος υποστηρίζει ότι υπήρχε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα στην Αθήνα του 4ου αιώνα, αλλά διαφορετική από τη σύγχρονη. Επιπλέον, ο Αθηναίος πολίτης και ο ελεύθερος μη-Αθηναίος ερχόταν σε επαφή μ’ έναν – έστω και εμβρυακής μορφής - μηχανισμό εξουσίας, ο οποίος είχε αρμοδιότητες και οριοθετημένα δικαιώματα. Εφόσον, λοιπόν, υπήρχε μια σχετικά αυτονομημένη διοίκηση των κοινών, ο Αθηναίος πολίτης αλλά και κάθε ελεύθερος μη-Αθηναίος θα πρέπει να είχε, αν όχι τυπικά, τουλάχιστον ουσιαστικά, κάποιες δικλείδες προστασίας π.χ. σε περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας.

Από την πλευρά μου θα υποστηρίξω ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. υπήρχαν κάποια προπλάσματα θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία δεν γινόταν αντιληπτά ως απαράγραπτα δικαιώματα, αλλά ως περιορισμοί της αυθαίρετης εξουσίας των αξιωματούχων της πόλης και εγγυήσεις έναντι αυθαιρεσιών. Κάποια από αυτά τα δικαιώματα προορίζονταν αποκλειστικά για τους Αθηναίους πολίτες και κάποια για το σύνολο του πληθυσμού που δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα.

Ο εντοπισμός παρόμοιων ρυθμίσεων δεν μπορεί να θεμελιώσει την αναγωγή των σημερινών δικαιωμάτων στην ελληνική αρχαιότητα, σηματοδοτεί όμως την «προϊστορία» παρομοίων δικαιωμάτων. Καταδεικνύει ότι κοινωνίες διαφορετικές από τις σύγχρονες νεωτερικές μπορεί να συνέλαβαν και να κατοχύρωσαν τον θεμελιώδη χαρακτήρα κάποιων δικαιωμάτων στην πολιτική και κοινωνική ζωή.

 

IV. Στη μελέτη αυτή λαμβάνω ως παραδειγματικό κείμενο την περιγραφή του αθηναϊκού πολιτεύματος στην Αθηναίων Πολιτεία. Η επιλογή δικαιολογείται από το μοναδικό χαρακτήρα της διατριβής, η οποία διασώζει την ιστορία, πολιτειακή δομή και λειτουργία μιας αρχαιοελληνικής πολιτείας. Οι σωζόμενοι δικανικοί λόγοι αποτελούν μιάν άλλη μεγάλη κατηγορία πηγών, δύσβατη αλλά και πλούσια σε έμμεσες αναφορές σε ρυθμίσεις θεμελιακού χαρακτήρα, η οποία αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.

Η Αθηναίων Πολιτεία, γραμμένη κατά πάσα πιθανότητα, τη δεκαετία μεταξύ 334-325 π.Χ. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με σύγχρονους όρους ως ένα εγχειρίδιο της αθηναϊκής συνταγματικής ιστορίας, το οποίο διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (έως το κεφ. 41) διασώζεται μια αφήγηση της συνταγματικής ιστορίας της Αθήνας έως το 403 π.Χ. ενώ στο δεύτερο μέρος (κεφ. 42-69) ακολουθεί η παρουσίαση της συνταγματικής οργάνωσης της πόλης. Η Αθηναίων Πολιτεία αποδίδεται είτε στον Αριστοτέλη είτε σε κάποιο μαθητή του από το Λύκειο, και ενώ έχει αποτελέσει, από την εποχή της ανακάλυψης του παπύρου που περιείχε μεγάλο μέρος του έργου, το θεμέλιο των ερευνών για το δίκαιο της αρχαίας Αθήνας, δεν έχει ακόμα χρησιμοποιηθεί ως πεδίο για την αναζήτηση ενδείξεων ή σπερμάτων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Μία, λοιπόν, ανάγνωση της Αθηναίων Πολιτείας, υπό το πρίσμα της αναζήτησης αρχών που προσιδιάζουν στα σύγχρονα θεμελιώδη δικαιώματα, έχει εντοπίσει τα εξής στοιχεία.

 

Δικαιϊκή προστασία του πολίτη

 

Ἡ δὲ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου φύλαξ ἧν τῶν νόμων καὶ διετήρει τὰς ἀρχὰς ὅπως κατὰ τοὺς νόμους ἄρχωσιν. ἐξῆν δὲ τῳ ἀδικουμένῳ πρὸς τὴν τῶν Ἀρεοπαγιτῶν βουλὴν εἰσαγγέλλειν ἀποφαίνοντι παρ’ ὅν ἀδικεῖται νόμον.  (Αθηναίων Πολιτεία 4.4-5.1)

Στην περιγραφή του πολιτεύματος την εποχή του Δράκοντα, δηλ. στα τέλη του έβδομου αιώνα π.Χ. και ιδιαίτερα της αρμοδιότητας του Αρείου Πάγου να επιβλέπει την εφαρμογή των νόμων, ο συγγραφέας μνημονεύει την αρχή που ίσχυε και στο μεταγενέστερο δίκαιο των Αθηναίων, ότι όποιος νόμιζε ότι αδικούνταν μπορούσε να προσφύγει στο συμβούλιο των Αρεοπαγιτών καταγγέλλοντας την παραβίαση του νόμου. Αν και η ιστορικότητα της διάταξης και η ακρίβεια των πληροφοριών για την καταστατική οργάνωση της Αθήνας, τις οποίες παρέχει το τέταρτο κεφάλαιο της Αθηναίων Πολιτείας δικαιολογημένα αμφισβητείται, αυτό δεν επηρεάζει το επιχείρημα μου. Ακόμα και εάν η παραπάνω διάταξη αποτελεί ιστορική ερμηνεία με όρους του τετάρτου αιώνα π.Χ., η διάταξη αυτή συνιστά κάτι ανάλογο με το σύγχρονο δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο. Επιπλέον, θα μπορούσε κάποιος, εύλογα, να αναρωτηθεί για το εύρος εφαρμογής της διάταξης αυτής στην αρχαϊκή Αθήνα, διότι η έννοια του πολίτη των κλασικών χρόνων δεν είχε ακόμα αποκρυσταλλωθεί.

 

Ἡ δὲ βουλὴ πρότερον μὲν ἧν κυρία καὶ χρήμασιν ζημιῶσαι καὶ δῆσαι καὶ ἀποκτεῖναι. καὶ Λυσίμαχον αὐτῆς ἀγαγούσης ὡς τὸν δήμιον, καθήμενον ἤδη μέλλοντα ἀποθνήσκειν, Εὐμηλίδης ὁ Ἀλωπεκῆθεν ἀφείλετο, οὐ φάσκων δεῖν ἄνευ δικαστηρίου γνώσεως οὐδένα τῶν πολιτῶν ἀποθνήσκειν. καὶ κρίσεως ἐν δικαστηρίῳ γενομένης, ὁ μὲν Λυσίμαχος ἀπέφυγεν, καὶ ἐπωνυμίαν ἔσχεν ὁ ἀπὸ τοῦ τυπάνου, ὁ δὲ δῆμος ἀφείλετο τῆς βουλῆς τὸ θανατοῦν καὶ δεῖν καὶχρήμασι ζημιοῦν, καὶ νόμον ἔθετο, ἄν τινος ἀδικεῖν ἡ βουλὴ καταγνῶ ἤ ζημιώσῃ, τὰς καταγνώσεις καὶ τὰς ἐπιζημιώσεις εἰσάγειν τοὺς θεσμοθέτας εἰς τὸ δικαστήριον, καὶ ὅ τι ἄν οἱ δικασταὶ ψηφίσωνται, τοῦτο κύριον εἷναι. (Αθηναίων Πολιτεία 45.1)

            Το παραπάνω απόσπασμα, το οποίο διασώζει ένα ιστορικό ανέκδοτο, θεμελιώνει μια πρώιμη μορφή διάκρισης των εξουσιών, μεταξύ της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας και προβλέπει την δικαιϊκή προστασία του ατόμου. Ειδικότερα, προβλέπει ότι ποινή που επιβάλλει η βουλή των Πεντακοσίων δεν θεωρείται έγκυρη και επομένως δεν μπορεί να εκτελεστεί, αν δεν αποφανθούν τα λαϊκά δικαστήρια. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις που εκφράζει ο Rhodes σχετικά με τις εξαιρέσεις από την εφαρμογή αυτού του κανόνα, η δικαστική λειτουργία αυτονομείται και προαναγγέλεται το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο αλλά και το δικαίωμα σε αμερόληπτη κρίση για όλους τους Αθηναίους πολίτες. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι μη Αθηναίοι μόνιμοι κάτοικοι (μέτοικοι, ισοτελείς) δεν απολάμβαναν δικαιϊκής προστασίας. Οι μέτοικοι μπορούσαν να απευθύνονται στον πολέμαρχο.

 

κρίνει δὲ τὰς ἀρχὰς ἡ βουλὴ τὰς πλείστας, καὶ μάλισθ’ ὅσαι χρήματα διαχειρίζουσιν. Οὐ κυρία δ’ ἡ κρίσις, ἀλλ’ ἐφέσιμος εἰς τὸ δικαστήριον. ἔξεστι δὲ καὶ τοῖς ἰδιώταις εἰσαγγέλλειν ἥν ἄν βούλωνται τῶν ἀρχῶν μὴ χρῆσθαι τοῖςνόμοις. ἔφεσις δὲ καὶ τούτοις ἐστὶν εἰς τὸ δικαστήριον, ἐὰν αὐτῶν ἡ βουλή καταγνῳ. (Αθηναίων Πολιτεία 45.2.1-6)

Στη συνέχεια της προηγουμένης διάταξης, όπου θεμελιώνεται η ανωτερότητα της δικαστικής εξουσίας επί της νομοθετικής σε ζητήματα επιβολής ποινών, στην παράγραφο αυτή ορίζεται το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το δικαίωμα της βουλής αλλά και των πολιτών να ελέγχουν τις «αρχές» (δηλ. την εκτελεστική εξουσία). Η απόφαση της βουλής υπόκειται στην κρίση των λαϊκών δικαστηρίων, σε εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου. Συγγενής είναι και η διάταξη (Αθηναίων Πολιτεία 48.4-5) όπου ορίζεται η διαδικασία υποβολής προσφυγής εναντίον άρχοντος.

 

 Προστασία της ατομικής ελευθερίας και της προσωπικότητας

 

Κύριος δὲ γενόμενος τῶν πραγμάτων Σόλων τόν τε δῆμον ἠλευθέρωσε καὶ ἐν τῶ παρόντι καὶ εἰς τὸ μέλλον, κωλύσας δανείζειν ἐπὶ τοῖς σώμασιν, καὶ νόμους ἔθηκε καὶ χρεῶν ἀποκοπὰς ἐποίησε καὶ τῶν δημοσίων, ἅς σεισάχθειαν καλοῦσιν, ὡς ἀποσεισάμενοι τὸ βάρος. (Αθηναίων Πολιτεία, 6)

Η πιο θεμελιώδης και ταυτόχρονα δημοφιλής στους μεταγενέστερους του νομοθετική παρέμβαση του Σόλωνα ήταν η απαγόρευση δανεισμού με παρεχόμενη ασφάλεια το πρόσωπο του δανειζομένου (προσωπική ασφάλεια) και η κατάργηση των χρεών. Αυτή η επέμβαση απηχεί όμως και μια τροποποίηση στη θεώρηση του Αθηναίου πολίτη, όχι μόνο ως υποκείμενο δικαίου αλλά και ως φορέα αξιοπρέπειας, άξιας σεβασμού. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το παραπάνω χωρίο συμπυκνώνει δύο θεμελιώδεις αρχές (έστω και κατά μέρος), την απαγόρευση της δουλείας και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Άλλωστε, η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας χρησιμοποιείται στο εναρκτήριο άρθρο της Ευρωπαϊκής συνθήκης, χωρίς να εξειδικεύεται όμως, το περιεχόμενο της.

 

Ἔχει δ’ ἡ νῦν κατάστασις τῆς πολιτείας τόνδε τὸν τρόπον. μετέχουσιν μὲν τῆς πολιτείας οἱ ἐξ ἀμφοτέρων γεγονότες ἀστῶν, ἐγγράφονται δ’ εἰς τοὺς δημότας ὀκτωκαίδεκα ἔτη γεγονότες. ὅταν δ’ ἐγγράφωνται, διαψηφίζονται περὶ αὐτῶν ὀμόσαντες οἱ δημόται, πρῶτον μὲν εἰ δοκοῦσι γεγονέναι τὴν ηλικίαν τὴν ἐκ τοῦ νόμου, κἄν μὴ δόξωσι, ἀπέρχονται πάλιν εἰς παῖδας, δεύτερον δ’ εἰ ἐλεύθερός ἐστι καὶ γέγονε κατὰ τοὺς νόμους. ἔπειτ’ ἄν μὲν ἀποψηφίσωνται μὴ εἶναι ἐλεύθερον, ὁ μὲν ἐφίησιν εἰς τὸ δικαστήριον, οἱ δὲ δημόται κατηγόρους αἱροῦνται πέντε ἄνδρας ἐξ αὐτῶν, κἄν μὲν μὴ δόξῃ δικαίως ἐγγράφεσθαι, πωλεῖν τοῦτον ἡ πόλις. (Αθηναίων Πολιτεία 42.1)

Ο συγγραφέας, μετά την ιστορική εισαγωγή, ξεκινά την περιγραφή των θεμελιωδών κανόνων της Αθηναϊκής πολιτείας με την παρουσίαση του καθεστώτος που διέπει την κτήση του δικαιώματος του πολίτη. Η κτήση της πολιτείας συναρτάται με την «ιθαγένεια» των γονέων (jus sanguinis) και την ηλικία. Η διαδικασία ελέγχου στο «δήμο» εξετάζει αυτά τα δύο ζητήματα. Η διάταξη αυτή φέρνει, λοιπόν, στο προσκήνιο την θεμελιώδη αντίθεση που διαπερνά τις αρχαίες κοινωνίες, ελεύθερος και δούλος. Όσο και αν υπήρχε πλήθος ενδιαμέσων δικαιϊκών καθεστώτων, η αντίθεση αυτή κυριαρχεί και επικαθορίζει τη νομική αντιμετώπιση των ατόμων. Η παράγραφος αυτή απεικονίζει τις αντιφάσεις που η έρευνα για τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως νοούνται στη νεωτερική και μετανεωτερική Δύση, συναντά. Από τη μια πλευρά περιγράφεται η διαδικασία κτήσης της «πολιτείας», δηλ. το δικαίωμα συμμετοχής στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων της πόλης και κατοχυρώνεται η ιδιότητα του πολίτη, από την άλλη πλευρά η προβλεπόμενη ποινή για τον αποτυχόντα δεν είναι η χορήγηση ενός καθεστώτος μειωμένης δικαιϊκής προστασίας, αλλά αντίθετα ο πλήρης εξανδραποδισμός του.

 

Δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» και θητεία αξιωματούχων

 

τὰς δ’ ἀρχὰς τὰς περὶ τὴν ἐγκύκλιον διοίκησιν ἁπάσαςποιοῦσι κληρωτάς, πλὴν ταμίου στρατιωτικῶν καὶ τῶν ἐπὶτὸ θεωρικὸν καὶ τοῦ τῶν κρηνῶν ἐπιμελητοῦ. ταύτας δὲ χειροτονοῦσιν, καὶ οἱ χειροτονηθέντες ἄρχουσιν ἐκ Παναθηναίων εἰς Παναθήναια. χειροτονοῦσι δὲ καὶ πρὸς τὸνπόλεμον ἁπάσας. (Αθηναίων Πολιτεία 43.1)

Μετά την παρουσίαση του τρόπου κτήσης της αθηναϊκής «πολιτείας» ο συγγραφέας αναλύει τον τρόπο λειτουργίας των πολιτειακών οργάνων. Οι αξιωματούχοι, εκτός από ρητές εξαιρέσεις, δεν εκλέγονται αλλά κληρώνονται από το σύνολο των ενηλίκων Αθηναίων πολιτών για θητεία διάρκειας ενός έτους. Με σύγχρονους όρους το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» σχεδόν σ’ όλα τα πολιτειακά αξιώματα της αρχαίας Αθήνας ήταν για την εποχή του ευρύτατο, επειδή συμπεριλάμβανε το σύνολο σχεδόν του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού των Αθηνών.

ἄρχειν δὲ τὰς μὲν κατὰ πόλεμον ἀρχὰς ἔξεστι πλεονάκις,τῶν δ’ ἄλλων οὐδεμίαν, πλὴν βουλεύσαι δὶς. (Αθηναίων Πολιτεία 62.3)

Μία θεμελιώδης αρχή της αθηναϊκής έννομης τάξης, ο ενιαύσιος χαρακτήρας των αξιωμάτων διατυπώνεται στην παράγραφο αυτή. Με τις ρητές εξαιρέσεις των «στρατηγών» (οι οποίοι μπορούσαν να επανεκλεγούν διαδοχικά ή μη) και των «βουλευτών», (οι οποίοι μπορούσαν να επανεκλεγούν μία φορά) όλοι οι υπόλοιποι άρχοντες μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντα τους για ένα ημερολογιακό έτος

 

Προστασία του καταναλωτή και του δομημένου περιβάλλοντος

            (Κληροῦνται δὲ) καὶ ἀστυνόμοι δέκα. τούτων δὲ ε΄ μὲν ἄρχουσιν ἐν Πειραιεῖ, πέντε δ’ ἐν ἄστει, καὶ τάς τε αὐλητρίδας καὶ τὰς ψαλτρίας καὶ τὰς κιθαριστρίας οὕτοι σκοποῦσιν, ὅπως μὴ πλείονος ἤ δυεῖν δραχμαῖν μισθωθήσονται, κἄν πλείους τὴν αὐτὴν σπουδάζωσι λαβεῖν, οὗτοι διακληροῦσι καὶ τῳ λαχόντι μισθοῦσιν. Καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι΄ σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται. καὶ τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῖν, καὶ δρυφάκτους ὑπὲρ τῶν ὁδῶν ὑπερτείνειν, καὶ ὀχετοὺς μετεώρους εἰς τὴν ὁδὸν ἔκρουν ἔχοντας ποιεῖν, καὶ τὰς θυρίδας εἰς τὴν ὁδὸν ἀνοίγειν. καὶ τοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς ἀπογιγνομένοις ἀναιροῦσιν, ἔχοντες δημοσίους ὑπηρέτας. (Αθηναίων Πολιτεία 50.2)

Η διάταξη αυτή φέρνει στο προσκήνιο το μεθοδολογικό πρόβλημα του σε ποιο βαθμό μπορούν να εντοπιστούν ίχνη θεμελιωδών δικαιωμάτων στις αρμοδιότητες των αρχόντων. Τα καθήκοντα των αρχόντων αποτελούν μια έμμεση μαρτυρία για τις αρχές που διέπουν το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Έτσι οι αρμοδιότητες των «αστυνόμων» περιλαμβάνουν την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και τη διατήρηση της υγιεινής στις πόλεις. Η αναφορά αυτή μπορεί να ενέχει μία υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος. Θα μπορούσε αυτό το δικαίωμα να αφορά και τους μη πολίτες που διαμένουν στην Αθήνα, αποτελώντας έτσι μια προδρομική μορφή θεμελιώδους δικαιώματος; Υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας δεν συνηγορεί το γεγονός ότι μη Αθηναίοι δεν μπορούσαν να είναι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στην Αθήνα, αλλά κάλλιστα θα μπορούσαν να μισθώσουν οικίες.

 

Κληροῦνται δὲ καὶ ἀγορανόμοι ι΄, πέντε μὲν εἰς Πειραιέα, ε΄ δ’ εἰς ἄστυ. Τούτοις δὲ ὑπὸ τῶν νόμων προστέτακται τῶν ὠνίων ἐπιμελεῖσθαι πάντων, ὅπως καθαρά καὶ ακίβδηλα πωλήσεται. Κληροῦνται δὲ καὶ μετρονόμοι ι΄, πέντε μὲν εἰς ἄστυ, ε΄ δὲ εἰς Πειραιέα. Καὶ οὗτοι τῶν μέτρων καὶ τῶν σταθμῶν έπιμελοῦνται πάντων, ὅπως οἱ πωλοῦντες χρήσονται δικαίοις. ἦσαν δὲ καὶ σιτοφύλακες κληρωτοὶ ι΄, πέντε μὲν εἰς Πειραιέα, πέντε δ’ εἰς ἄστυ, νῦν δ’ εἴκοσι μὲν εἰς ἄστυ, πεντεκαίδεκα δ’ εἰς Πειραιέα. Οὗτοι δ’ ἐπιμελοῦνται, πρῶτον μὲν ὅπως οἵ τε μυλωθροὶ πρὸς τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσιν, καὶ οἱ ἀρτοπῶλαι πρὸς τὰς τιμὰς τῶν πυρῶν τοὺς ἄρτους, καὶ τὸν σταθμὸν ἄγοντας ὅσον ἄν οὗτοι τάξωσιν. ὁ γὰρ νόμος τούτους κελεύει τάττειν. ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς δέκα κληροῦσιν. τούτοις δὲ προστέτακται τῶν τ’ ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ σίτου τοῦ καταπλέοντος εἰς τὸ σιτικὸν ἐμπόριον τὰ δύο μέρη τοὺς ἐμπόρους ἀναγκάζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν. (Αθηναίων Πολιτεία 51)

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις αρμοδιότητες των δέκα «αγορανόμων», των δέκα «μετρονόμων» και των δέκα «επιμελητών εμπορίου». Οι μεν «αγορανόμοι» είναι υπεύθυνοι για την προστασία των εμπορευομένων και των καταναλωτών από νοθεία και απάτη. Οι «μετρονόμοι» είναι αρμόδιοι για την ορθή χρήση των μέτρων και σταθμών, εγγυώμενοι έτσι προστασία από εξαπάτηση, ενώ οι «επιμελητές του εμπορίου» είναι επιφορτισμένοι με την εξασφάλιση επάρκειας της αγοράς με τις αναγκαίες ποσότητες σίτου για να αποφευχθεί άνοδος των τιμών και κερδοσκοπία. Οι αρμοδιότητες αυτές υποκρύπτουν ένα τουλάχιστον θεμελιώδες δικαίωμα, το δικαίωμα προστασίας του καταναλωτή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα μέρος του εμπορίου, λιανικού και χονδρικού, διεξαγόταν από μη Αθηναίους, ότι στην αγορά Αθηναίοι και μη Αθηναίοι συγχρωτίζονταν, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι το εν λόγω δικαίωμα φαίνεται ότι άρχισε να προστατεύεται ήδη από τα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. Παραμένει βεβαίως, υποκείμενο σε επαλήθευση το εάν ένας μη Αθηναίος εμπορευόμενος μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων με προσφυγή ενδεχομένως στον αρμόδιο άρχοντα.

 

Εγγύηση δικαιώματος ιδιοκτησίας

 

Καὶ ὁ μὲν ἄρχων εὐθὺς εἰσελθὼν πρῶτον μὲν κηρύττει, ὅσα τις εἶχεν πρὶν αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ἀρχὴν, ταῦτ’ ἔχειν καὶ κρατεῖν μέχρι ἀρχῆς τέλους. (Αθηναίων Πολιτεία 56.2)

Ο επώνυμος άρχοντας με την ανάληψη των καθηκόντων του στην αρχή του αθηναϊκού έτους, υποσχόταν ότι όσα κάποιος Αθηναίος είχε και κατείχε πριν την ανάληψη της αρχής, θα συνεχίσει να απολαμβάνει μέχρι το τέλος της θητείας του. Τα απαρέμφατα «ἔχειν καὶ κρατεῖν» χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τα περιουσιακά δικαιώματα. Επομένως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επίσημη υπόσχεση του νεοεκλεγέντος άρχοντα, ισοδυναμεί με την εγγύηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

 

Κοινωνικά δικαιώματα

 

Δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς ἀδυνάτους ἡ βουλὴ. νόμος γάρ ἐστιν, ὅς κελεύει τοὺς ἐντὸς τριῶν μνῶν κεκτημένους καὶ τὸ σῶμα πεπηρωμένους, ὥστε μὴ δύνασθαι μηδὲν ἔργον ἐργάζεσθαι, δοκιμάζειν μὲν τὴν βουλὴν, διδόναι δὲ δημοσίᾳ τροφὴν δύο ὀβολούς ἑκάστῳ τῆς ἡμέρας. καὶ ταμίας ἐστὶναὐτοῖς κληρωτός. (Αθηναίων Πολιτεία 49.4)

Η διάταξη αυτή, η οποία ισχύει μόνο για τους πολίτες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόδρομος κάποιων σύγχρονων κοινωνικών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και της προστασίας των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η διατύπωση του αντίστοιχου άρθρου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης (ΙΙ 86) απηχεί παρόμοια αντίληψη για την προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες «Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο».

            (Καὶ ὁ μὲν ἄρχων) ἐπιμελεῖται δὲ καὶ τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν ἐπικλήρων, καὶ τῶν γυναικῶν ὅσαι ἄν τελευτήσαντος τοῦ ἀνδρὸς σκήπτωνται κύειν. καὶ κύριός ἐστι τοῖς ἀδικοῦσιν ἐπιβάλλειν ἤ εἰσάγειν εἰς τὸ δικαστήριον. Μισθοῖ δὲ καὶτοὺς οἴκους τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν ἐπικλήρων, ἕως ἄν τις τετταρακαιδεκέτις γένηται, καὶ τὰ ἀποτιμήματα λαμβάνει, καὶ τοὺς ἐπιτρόπους, ἐὰν μὴ διδῶσι τοῖς παισὶ τὸν σῖτον, οὗτος εἰσπράττει. ( Αθηναίων Πολιτεία 56.7)

Στο χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων, η Αθηναίων Πολιτεία διασώζει ρυθμίσεις που αφορούν την προστασία των ορφανών παιδιών και της περιουσίας τους αλλά και των γυναικών που εγκυμονούν. Βεβαίως, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι η φροντίδα αυτή έχει ως πρωταρχικό σκοπό τη διασφάλιση της περιουσίας τους και όχι την  προσωπική τους κατάσταση. Σε αυτή την περίπτωση η διαφοροποίηση ως προς τον σκοπό από τα σύγχρονα κοινωνικά δικαιώματα είναι εμφανής, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η παράθεση των παραπάνω χωρίων και παραγράφων δεν αρκεί για να θεμελιώσει την άποψη ότι στην κλασική Αθήνα υπήρχαν θεμελιώδη δικαιώματα. Αυτό, όμως, που προκύπτει από την έρευνα στην Αθηναίων Πολιτεία είναι α) ότι το μεγαλύτερο μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων ήταν προορισμένο για τον ανδρικό ενήλικο πληθυσμό, με εξαίρεση τις γυναίκες και τους ανήλικους, όταν ήταν φορείς περιουσιακών στοιχείων, και β) ότι στην κλασική Αθήνα υπήρχε ένα πεδίο όπου κάποια προπλάσματα θεμελιωδών δικαιωμάτων εξασφαλιζόταν. Ένας τέτοιος χώρος ήταν το πεδίο της αγοράς και του εμπορίου, όπου οι εμπορευόμενοι αλλά και οι καταναλωτές, είτε Αθηναίοι, είτε μέτοικοι, είτε παρεπιδημούντες ξένοι εθεωρείτο ότι είχαν κάποια βασικά δικαιώματα, όπως την προστασία τους από την κερδοσκοπία, τη νοθεία και την απάτη.

 

Το άρθρο είναι γραμμένο από τον Ηλία Αρναούτογλου και μπορείτε να το βρείτε ΕΔΩ

 

Επίσης, άρθρο του ιστορικού - αρχαιολόγου Ανδρέα Λεντάκη σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αρχαία Ελλάδα μπορείτε να διαβάσετε σε μορφή PDF ΕΔΩ